- νεήμελκτος
- νε-ήμελκτος, η, ον,A newly milked, Nic.Al.311.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεήμελκτος — και νεάμελκτος, έλκτη, ον (Α) (για αγγείο) αυτός στον οποίο αρμέχθηκε γάλα πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ήμελκτος (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. αν ήμελκτος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
νεημέλκτῃ — νεήμελκτος newly milked fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεάμελκτος — νεάμελκτος, η, ον (Α) βλ. νεήμελκτος … Dictionary of Greek